Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

παρουσίαση Ζωής Γαβριηλίδου



ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΕΜΕΙΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΜΕ

Ζωή Γαβριηλίδου

Βρήκα έναν κλασικό φάκελο να με περιμένει πάνω στο φωτοτυπικό του Τμήματος όπου διδάσκω, εκεί δηλαδή που αφήνουν οι γραμματείς μας τους τόμους και τα βιβλία που έρχονται από τους εκδοτικούς οίκους για τους καθηγητές. Το άνοιξα και είδα το ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΕΜΕΙΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΜΕ. Τι πρωτότυπος τίτλος! ήταν η πρώτη μου σκέψη. Το φυλλομέτρησα. Έφτασα στο σπίτι και έστειλα αμέσως μήνυμα στο FB στην Χοντολίδου «Έλαβα σήμερα τον τόμο Προσεχώς εμείς μεγαλώνουμε. Ευρηματικός τίτλος και εξαιρετικό περιεχόμενο. Μπράβο Ελένη».

To ίδιο βράδυ ξεκίνησα να το διαβάζω. Το διάβασα απνευστί, και καθώς το διάβαζα, ο εαυτός μου τριχοτομήθηκε: Από τη μια πλευρά η Γαβριηλίδου εκπαιδευτικός, από την άλλη η Γαβριηλίδου Πρόεδρος του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας και από την Τρίτη η Γαβριηλίδου συνεργάτης του προγράμματος.
Η αφεντιά μου εκπαιδευτικός ενθουσιάστηκε με την πρωτότυπη σύλληψη του βιβλίου. Μαρτυρίες εκπαιδευτικών! Για την ακρίβεια, μαρτυρίες πρωτοπόρων εκπαιδευτικών που δεν φοβήθηκαν να δοκιμάσουν κάτι νέο, ρηξικέλευθο, μακριά από την ασφάλεια του γνωστού και του πεπατημένου και τη θαλπωρή του by the book, οι οποίοι τόλμησαν να εκτεθούν και να μοιραστούν μαζί μας τις εμπειρίες τους. Αν θα ‘πρεπε να βρω δύο λέξεις για να χαρακτηρίσω το εγχείρημα που περιγράφεται στο βιβλίο, θα έγραφα: συμμετοχικότητα και συνεργατικότητα! Το υλικό και η μέθοδος, νοητικά προκλητικά κινητοποιούν τους μαθητές να συμμετέχουν και για να το πετύχουν αυτό, οι μαθητές συνεργάζονται και αποκτούν σταδιακά την τόσο σπάνια κουλτούρα συνεργασίας. Συμμετέχουν όμως και οι εκπαιδευτικοί, που δεν έρχονται να εφαρμόσουν με τρόπο στείρο μια τυποποιημένη διδασκαλία ενός κειμένου, διδάσκουν «στοχευμένα αλλά ελεύθερα» όπως γράφει μία από τις εκπαιδευτικούς και ως διαμεσολαβητές προσπαθούν να βάλουν τη δική τους σφραγίδα στο ανοικτό υλικό, προκειμένου να βοηθήσουν τους μαθητές όχι μόνο να συναντήσουν το βιβλίο ή το κείμενο που θα τους συνεπάρει, αλλά και να νιώσουν ότι το διάβασμα μπορεί να προσφέρει ευχαρίστηση, να γίνει ένα μέσο για να ταξιδέψεις ή ένα παράθυρο στον κόσμο. Σ’ αυτή την προσπάθεια χάνεται το αυταρχικό «τι θέλει να πει ο ποιητής» που απομάκρυνε από τη μαγεία του βιβλίου τόσες και τόσες γενιές μαθητών ή το χωρίστε το κείμενο σε παραγράφους! Αυτή η χειρουργική επέμβαση στο κείμενο πάντα με τρόμαζε. Αντίθετα έχω την αίσθηση πως η νέα αυτή άποψη για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας σπρώχνει τους μαθητές να ανακαλύψουν τα δικά τους κίνητρα για διάβασμα, συνειδητά ή ασύνειδα με μέσο το παιχνίδι. Μπορεί να παίξει κανείς με τα βιβλία και τα κείμενα, το αναφέρουν όλοι οι εκπαιδευτικοί και οι μαρτυρίες των παιδιών που καταγράφονται στο βιβλίο: «Τι ωραίος τρόπος να ξεκινήσει κανείς να μαθαίνει λογοτεχνία: παίζοντας και τραγουδώντας» γράφει η Ζωή Μπάρμπα στη σ. 53, «Μα κυρία αφού δεν κάναμε μάθημα όλη τη χρονιά» αναφέρει ότι η Νίκη Μουτίδου ότι της είπαν οι μαθητές της. Μέσα από το παιχνίδι ο μαθητής μαθαίνει τόσα πολλά και για τα κείμενα και για τα βιβλία και για τους ήρωες και για τα θέματα και για τους συγγραφείς και όπως γράφει η Φωτεινή Νεστορίδου στη σ. 137 «Το κυριότερο ήταν ότι τα παιδιά ευχαριστήθηκαν να κάνουν λογοτεχνία»! Όμως στο σημείο αυτό ακριβώς έγκειται και η βασική αντίδραση ορισμένων εκπαιδευτικών. Θυμάμαι σε δειγματική διδασκαλία στη Γενησέα της Ξάνθης μέσα από μια παιγνιώδη συνθήκη μια δύσκολη τάξη 25 μαθητών Β΄ Δημοτικού κατάφερε και παρουσίασε μια εκπληκτική παραγωγή κειμένων μπροστά στους δασκάλους που τους παρακολουθούσαν. Μετά την παρουσίαση, κατά την συζήτηση σχετικά με τη δειγματική μία από τις εκπαιδευτικούς είπε, μην έχοντας κατανοήσει το φοβερό επίτευγμα των μικρών μαθητών: «Όλα καλά κ. Γαβριηλίδου αλλά η γνώση θέλει να κοπιάσει κανείς! Να ιδρώσει. Δεν επιτυγχάνεται με παιχνίδι!» Αυτό που καταφέρνει εντέλει η συγκεκριμένη μέθοδος διδασκαλίας και το υλικό και ο τρόπος δουλειάς του εκπαιδευτικού στην τάξη είναι να καθιερώσει ένα σχήμα που επιτρέπει σταδιακά την είσοδο και των πιο απρόθυμων αναγνωστών στο διάβασμα, όπως έγινε με την τάξη-αταξία.
Από την άλλη πλευρά, η Γαβριηλίδου-Πρόεδρος του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας ξεπήδησε από την ακόλουθη φράση του Χρήστου Δανιήλ στη σ. 20 «Οι φιλοσοφικές μας, ιδίως τα τμήματα φιλολογίας μπορεί να ετοιμάζουν φιλολόγους, ερώτημα όμως είναι αν ετοιμάζουν δασκάλους». Nα σου απαντήσω φίλε Χρήστο με κάθε ειλικρίνεια και με διάθεση αυτοκριτικής:

«Όχι τα τμήματα φιλολογίας δεν ετοιμάζουν δασκάλους. Περιθωριακά εντάσσουν τη διδασκαλία καινοτόμων δράσεων και μόνο έπειτα από μάχες σε γενικές συνελεύσεις όπου οι φοβεροί μελετητές του αρχαίου κόσμου αλλά και του νεότερου καμιά φορά θεωρούν ότι οι φοιτητές τους θα βγουν αγράμματοι αν διδαχτούν με τρόπο βιωματικό το ‘παρακατιανό’ και ‘μη επιστημονικό’ πώς να σέβονται και να αναδεικνύουν την αποσκευή που φέρνει ο κάθε μαθητής στην τάξη ή το πώς να μάθουν μέσα από το παιχνίδι αντί να διδαχτούν τη διαμάχη σοφών περί του αν στον τάδε στίχο της δείνα τραγωδίας υπήρχε δυνητική ευκτική ή ευκτική πλαγίου λόγου».

Λυπηρό! Και από την άλλη συμβαίνει το εξής παράδοξο: φοιτητές που επιλέγουν να παρακολουθήσουν μαθήματα τα οποία, με τρόπο βιωματικό, διδάσκουν καινοτόμες δράσεις και εκπαιδευτικά μοντέλα, όσο και αν ενθουσιάζονται ευθύς μόλις βρεθούν οι ίδιοι στην τάξη αφομοιώνονται τόσο δραστικά από το σχολικό πλαίσιο που αμέσως στρέφονται την πεπατημένη δίχως να τολμήσουν να εφαρμόσουν τα όσα εναλλακτικά έχουν διδαχτεί. Όμως με αυτό τον τρόπο νιώθουν μια διαρκή ματαίωση: πώς να διδάξεις γραμματική και συντακτικό στα αρχαία ελληνικά σε μια πολυπολιτισμική τάξη; Πώς να διδάξεις χωρισμούς παραγράφων, αναζήτηση μεταφορών στη λογοτεχνία αν τη διδάξεις με τρόπο παραδοσιακό; Ένα είναι σίγουρο: πως δουλεύοντας με τον παραδοσιακό τρόπο δεν θα νιώθουν να ενισχύεται η αυτοπεποίθησή τους όπως δηλώνει η Νίκη Μουτίδου ότι ένιωσε ούτε θα έχουν στιγμές χαράς στο σχολείο. Σε ότι με αφορά, ως πρόεδρος του Τ.Ε.Φ έχω θέσει ένα μικρό στόχο: πριν ολοκληρώσω τη θητεία μου να έχω διώξει από το μυαλό των φοιτητών μας το κλασικό σχήμα του τι είναι φιλόλογος προκαλώντας μια μικρή μετατόπιση στη στερεότυπη αντίληψη του πώς διδάσκουμε στην τάξη. Δεν ξέρω αν θα το πετύχω. Θα προσπαθήσω όμως σκληρά, οπότε δράττομαι της ευκαιρίας να απευθύνω επίσημη πρόταση στην ομάδα της λογοτεχνίας να έρθουν στο επόμενο εξάμηνο να πραγματοποιήσουν μια σειρά βιωματικών δράσεων με τους φοιτητές μας στο πλαίσιο του μαθήματος «Γραμματισμός και Σχεδιασμός Γλωσσικού μαθήματος».
Άφησα τελευταία την οπτική της αναγνώστριας-συνεργάτη του προγράμματος, στις δράσεις της Πρωτοβάθμιας. Καθώς διάβαζα τις μαρτυρίες των συναδέλφων φιλολόγων να ξετυλίγουν τη συνεργασία με τη Νέτα, την Ελένη και το Χρήστο, τα σεμινάρια, τους προβληματισμούς τις αρχικές αμφιβολίες και την άρση τους το κλίμα συλλογικότητας και συνεργασίας ένιωσα μια μεγάλη νοσταλγία για όσα απλόχερα μου χάρισε το πρόγραμμα: μια γόνιμη ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών στις συναντήσεις με τη Μαρία τη Σφυρόερα και τη Χαρά τη Δαφέρμου, την Αλεξάνδρα την Ανδρούσου, τη Νέλλη την Ασκούνη, τα σεμινάρια στα οποία έπρεπε να διδάξω στο πλαίσιο του προγράμματος και τα οποία με έβαζαν σε μια διαδικασία διαρκούς αναστοχασμού του πώς διδάσκω και εγώ η ίδια, τα ενδιαφέροντα σεμινάρια στα οποία δίδασκαν άλλοι ομιλητές και τα οποία έκαναν και μένα καλύτερη (Θυμάμαι π.χ. το βιωματικό εργαστήρι «Στιγμές χαράς στο σχολείο» από τους εκπαιδευτικούς του Σχολείου της Γκράβας), τη δημιουργική επαφή με τους εκπαιδευτικούς και τη σταδιακή τους μετάλλαξη από το «Ωραία μας τα λέτε, ελάτε όμως να τα εφαρμόσετε στην τάξη μου» στο «Δοκίμασα όσα προτείνατε και είδα μαθητές που δεν έγραφαν τίποτα να συμμετέχουν και να καταφέρνουν να γράφουν κείμενο τριών σειρών με στοιχειώδη δομή». Είχαμε την αίσθηση ότι στο Πρόγραμμα μπορούσαμε να κάνουμε πράξη ό,τι πιο τολμηρό και γοητευτικό ονειρευόμασταν και που ξέραμε ότι δεν χωρούσε στο τυπικό σχολείο. Και το ευχαριστηθήκαμε πραγματικά. Ένιωσα και εγώ αυτό που λέει ο Χρήστος «αυτή την κοινότητα εκπαιδευτικών με προβληματισμούς και ανησυχίες που ήταν έτοιμη να δεχτεί να δοκιμάσει κάθε νέα πρόταση» και αυτό με ενθουσίαζε! Δεν υπερβάλλω αν θα πω ότι η συμμετοχή μου στο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων ήταν ό,τι πιο δημιουργικό έχω κάνει στην πορεία μου ως τώρα. Και σας ευχαριστώ για αυτό.
Ας κλείσω με μια γενική διαπίστωση. Τελικά η αξία του εγχειρήματος έκδοσης τούτου του βιβλίου είναι διπλή: πρώτον η πρωτοτυπία του, μια και δεν μου έχει τύχει να διαβάσω πολλά βιβλία με μαρτυρίες των ίδιων των εκπαιδευτικών στην τάξη και αυτό έχει την αξία του: Δεν είναι ο σούπερ θεωρητικός της παιδαγωγικής που γράφει ένα βιβλίο γεμάτο σοφές συμβουλές προς αδαείς εκπαιδευτικούς, αλλά οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, που είναι σαν και μας τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς, με τους ίδιους φόβους, τις ίδιες αγωνίες τους ίδιους περιορισμούς, οι οποίοι μοιράζονται αυτό που τόλμησαν να δοκιμάσουν και αξιολογούν το αποτέλεσμα με εμπειρίες-τεκμήρια από την τάξη, μια τάξη που θα μπορούσε να είναι και η δική μας. Και δεύτερον θυμάμαι πως κάποια φορά προσπαθούσα να πείσω παιδιά που είχαν μαζευτεί στο σπίτι για το πάρτι της μικρής κόρης μου να παίξουν ένα συγκεκριμένο παιχνίδι και ταυτόχρονα εξηγούσα τους κανόνες του παιχνιδιού. Η ομήγυρη αδιάφορη δεν πείθονταν με τίποτα. Και τότε η μικρή μου κόρη αρχίζει να διηγείται το πόσο διασκέδασε όταν το έπαιξε πρώτη φορά και με δυο λόγια εξήγησε τους κανόνες στη γλώσσα που καταλάβαιναν οι μικροί επισκέπτες! Κατάφερε σε δυο λεπτά, μιλώντας στη γλώσσα τους και μοιραζόμενη μαζί τους διασκεδαστικές εμπειρίες της από το παιχνίδι να τους πείσει! Οπότε είμαι βέβαιη πως το βιβλίο, γραμμένο από εκπαιδευτικούς, θα μιλήσει στους εκπαιδευτικούς πολύ περισσότερο από τα όποια σεμινάρια θελήσουν να κάνουν η Νέτα ή η Ελένη ή ο Χρήστος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου