Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

«Δέκα άνθρωποι, δέκα οράματα», Ίνγκριτ Βάρτα



Προσεχώς εμείς μεγαλώνουμε
Ίνγκριτ Βάρτα

Όταν με ρώτησε ο Αλέξανδρος, αν θα ήθελα να παρουσιάσω το παρόν βιβλίο, η πρώτη μου αντίδραση ήταν αρνητική. Δεν ήμουν σίγουρη αν θα μπορούσα να ανταποκριθώ κατάλληλα, αφού θα έπρεπε να μιλήσω στα ελληνικά. Ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να με πείσει ότι τα διαφορετικά μου βιώματα, η διαφορετική γλώσσα και θρησκεία επιτρέπουν μια άλλη ματιά στο συγκεκριμένο βιβλίο.
Στην προσπάθειά μου να καταγράψω τις σκέψεις μου για τα κείμενα των συναδέλφων, συνάντησα πολλές φορές τη δυσκολία να εκφράσω στα ελληνικά όλα όσα ήταν τόσο ξεκάθαρα στο μυαλό μου, στα γερμανικά! Κάποιες φορές ήταν απαραίτητη η βοήθεια του Αλέξανδρου, ώστε να βρεθούν οι κατάλληλες λέξεις και εκφράσεις στα ελληνικά, οι οποίες να αντιστοιχούν στο μέγιστο βαθμό σ’ αυτά που ήθελα να εκφράσω. Και ομολογώ πως αρκετές φορές έμεινα με μια πικρία μέσα μου, επειδή είχα την εντύπωση πως δεν αποτυπώθηκαν οι σκέψεις μου, όπως ακριβώς θα ήθελα. Και όχι επειδή η ελληνική γλώσσα δεν διαθέτει πλούσιο λεξιλόγιο, αλλά γιατί εδώ συναντιούνται δύο πολιτισμοί, με διαφορετικές γλωσσικές έννοιες.
Αυτός είναι και ο κόσμος των μουσουλμάνων μαθητών σας!
Όταν λοιπόν διάβαζα το βιβλίο, βρέθηκα στη θέση του διδάσκοντα αλλά ταυτοχρόνως και στη θέση του μαθητή.
Στα κείμενα του βιβλίου έβαλα έναν δικό μου τίτλo.

«Δέκα άνθρωποι, δέκα οράματα»
Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που μου δόθηκε από ένα βιβλίο, το οποίο μας περιγράφει τις εμπειρίες των εκπαιδευτικών του Προγράμματος για την Εκπαίδευση των Παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης. Το Πρόγραμμα είχε από το 1997 ως στόχο τη βελτίωση της ελληνομάθειας και την κοινωνική ένταξη των παιδιών, Ελλήνων πολιτών, μελών της μειονότητας.
Μετά από μια σύντομη εισαγωγή της Άννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα, εκ των οποίων η δεύτερη βρίσκεται ανάμεσά μας, σχετικά με το ΠΕΜ, ο Χρήστος Δανιήλ μας αφηγείται στη συνέχεια «Το χρονικό μιας εποπτείας και ενός βιβλίου». Μας παίρνει μαζί του σε ένα ταξίδι εκπαίδευσης στον παραμεθόριο τόπο της Ελλάδος, τη Θράκη. Δίνοντας όχι μόνο μια επιστημονική, αλλά και μια πολύ προσωπική και ανθρώπινη νότα, περιγράφει τόσο τις όμορφες στιγμές, όσο και τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τις απογοητεύσεις που βίωσε ως συνυπεύθυνος κατά τη διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος. Με ιδιαίτερη λεπτότητα αφηγείται τη δυναμική των ομάδων των εκπαιδευτικών και την προσωπική του εξέλιξη μέσα από τη μεταξύ τους συνεργασία. Κλείνοντας, εκθέτει τα επιτυχή αποτελέσματα του προγράμματος.
Απόσπασμα, σελίδα 27
Το ταξίδι εκπαίδευσης ξεκινάει στην ορεινή Ξάνθη με τη Ζωή Μπάρμπα να εκφράζει από τα βάθη της καρδιάς της την αφοπλιστική επιθυμία της: «Θα σας κάνω βιβλίο και θα τα πω ...όλα!». Περιγράφει μια δύσκολη τάξη που αποτελείται από Πομάκους Μουσουλμάνους με ποικίλα προβλήματα και η οποία επιλέχτηκε για την εφαρμογή του προγράμματος.
Απόσπασμα, σελίδα 34
Το να στέκεσαι στην τάξη-αταξία και να καταφέρεις να την κάνεις τάξη-εντάξει απαιτεί όλη την ενέργεια που διαθέτει ένας καθηγητής, υπομονή, και διάφορες τέχνες επιβίωσης. Όλα αυτά τα κατέχει η Ζωή Μπάρμπα. Με χιούμορ και έτοιμη να δεχτεί την πρόκληση δουλεύει στο πρόγραμμα με μια δύσκολη τάξη. Μας περιγράφει με ζωντανό τρόπο τη διδασκαλία της λογοτεχνίας σε παιδιά που όχι μόνο δεν έχουν βιβλία στο σπίτι, αλλά δεν έχουν διαβάσει και ποτέ κανένα βιβλίο. Η ασυνήθιστη και αμείλικτη ειλικρίνεια με την οποία μοιράζεται με μας τους αναγνώστες τις στιγμές στο σχολείο, τις άυπνες νύχτες, την αυτοκριτική που ασκεί στη διδασκαλία του προγράμματος μου προκαλούν μεγάλο θαυμασμό. Η μετατροπή της τάξης-αταξίας σε τάξη όπου όλοι οι μαθητές επικεντρώνονται συγχρόνως σε φύλλα εργασίας είναι απόδειξη για ένα πραγματικά πετυχημένο αποτέλεσμα.
Από τα ορεινά της Ξάνθης κατεβαίνουμε στον κάμπο, συγκεκριμένα στο Γυμνάσιο του Νέου Ολβίου και στην τάξη της Νίκης Μουτίδου, η οποία αποτελείται από πολλές διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες: ελληνόφωνοι, τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι, ρομά, αλλά και Βούλγαροι και Αλβανοί. Τα προβλήματα δημιουργούνται στο επίπεδο της επικοινωνίας κυρίως λόγω της γλωσσικής ποικιλότητας, με αποτέλεσμα να πλήττεται και η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση των παιδιών. Η Νίκη Μουτίδου πετυχαίνει με τη χρήση της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας τη βελτίωση εκμάθησης της ύλης με τόσο ευχάριστο τρόπο, ώστε τα παιδιά να εκφράζουν την απορία τους: «Καλά κυρία, τι θα γράψουμε στις εξετάσεις, αφού όλη τη χρονιά δεν κάναμε μάθημα!». Η ατάκα αυτή των μαθητών δεν είναι τυχαίο ότι επιλέχτηκε για το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
H Μαρία Αλεξίου μας εξιστορεί την προσωπική της πορεία προς τη λογοτεχνία, αλλά και τον αρχικά δύσκολο, γεμάτο με αρκετά αγκάθια, δρόμο των μαθητών της στο Μειονοτικό Γυμνάσιο της Κομοτηνής. Εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των ποιημάτων και λογοτεχνικών κείμενων, που επεξεργαστήκαν οι μαθητές της με χαρά. Η περιέργεια για τη ζωή διαφαίνεται μέσα από τις ζωντανές παρουσιάσεις των μαθητών και υπογραμμίζει τα επιτυχή αποτελέσματα του προγράμματος. Ο απολογισμός της Μαρίας –όχι μόνο για τους μαθητές της, αλλά και για την ίδια προσωπικά– είναι η πεποίθηση πως η διδασκαλία της λογοτεχνίας σε παιδιά με διαφορετική μητρική γλώσσα, μπορεί να αποτελέσει μαγικό ταξίδι. Η φράση που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση προέρχεται από ένα παιδί της τάξης της: «Μου άρεσε αυτό το ποίημα πάρα πολύ, με άγγιξε από την ψυχή και καρδιά μου». Παρά την ασυνταξία, υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτή τη δήλωση ενός παιδιού για τη λογοτεχνία;
«Είμαστε οικογένεια», αυτή είναι η συγκινητική φράση-κλειδί, που γράφει ένας μαθητής της Ελένης Χατζή στο λεύκωμα που δημιουργεί η τάξη της στο Μειονοτικό Γυμνάσιο Κομοτηνής. Μετά από δύο χρόνια εφαρμογής του πιλοτικού προγράμματος, τα παιδιά εμφανίζουν μια ολόπλευρη ανάπτυξη, τόσο στο ομαδικό πνεύμα, όσο και στη χρήση εποικοδομητικού διαλόγου. Πολυάριθμες είναι οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του προγράμματος: ταινίες, ντοκιμαντέρ, επισκέψεις σε θέατρο και μουσεία. Αξίζει να σημειωθεί πως στο τέλος της τρίτης χρονιάς, οι μαθητές προτείνουν να παίξουν ένα μικρό θεατρικό έργο και αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν όλα τα βήματα για μια επιτυχή παράσταση, το σενάριο, τους ρόλους/ηθοποιούς, τα κοστούμια, τα σκηνικά και τους βοηθούς. Αξιοθαύμαστη είναι η τρυφερότητα και ο συναισθηματισμός που κυριαρχεί στην οικογένεια αυτή που λέγεται τάξη. Το συμπέρασμα της Ελένης μετά από αυτό το ταξίδι: ενεργοποιώντας τους μαθητές αυξάνεται η διάθεση για συμμέτοχη και μεγιστοποιείται η σχολική επίδοση.
Η Φωτεινή Νεστορίδου μας εισάγει βήμα προς βήμα στο Πιλοτικό Πρόγραμμα σε κεντρικό σχολείο της Ξάνθης. Η τάξη της ανομοιογενής, 50% ελληνόφωνοι και 50% μαθητές με δεύτερη γλώσσα τα ελληνικά. Όλοι όμως ενθουσιασμένοι όταν ανακοινώνει πως δεν θα υπάρξουν εργασίες στο σπίτι, μάθημα μέσα από το βιβλίο, τεστ τριμήνου, αλλά ομαδική δουλειά με φύλλα εργασίας. Το τελικό πρότζεκτ έχει ελάχιστες απαιτήσεις από τα παιδιά. Η Φωτεινή είναι πεπεισμένη για την αποτελεσματικότητα των φύλλων εργασίας στο πλαίσιο της σχολικής διδασκαλίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτό το χαρακτηριστικό να της δοθεί και ως «παρατσούκλι». Θεωρεί πως ενισχύουν όχι μόνο την πρακτική οργάνωση της πορείας της διδασκαλίας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μεγάλο βοήθημα στους μαθητές με δυσκολία στο γραπτό λόγο, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να διορθώσουν εκφραστικά και συντακτικά λάθη, μέσω της υποστήριξης από τα μέλη της ομάδας τους. Επιπλέον πλεονέκτημα, η ικανοποίηση των γονιών βλέποντας το υλικό που παρήγαγαν με επιτυχία τα παιδιά τους. Το σημαντικότερο όμως όφελος του προγράμματος τόσο για τους μαθητές, όσο και την εκπαιδευτικό, αποτελεί η βελτίωση του παιδαγωγικού κλίματος, η αλληλοβοήθεια και συνεργασία μεταξύ των μαθητών.
Το «πόνημα» του Αλέξανδρου Δημαρά το διάβασα όπως μάλλον θα το έκανε και μια μουσουλμάνα μαθήτρια. Αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στην ανάγκη να χρησιμοποιήσω ερμηνευτικό λεξικό ή απλά να συνεχίσω την ανάγνωση προσπαθώντας να καταλάβω «τι θέλει να μας πει ο ποιητής». Η γλώσσα του φιλολογική, με αποσπάσματα από αρχαία κείμενα και, κατά τόπους, λογοτεχνική, αλλά και επιστημονική. Ποιο είναι όμως το θέμα με το οποίο καταπιάνεται; Το Δροσερό Ξάνθης, ο γνωστός οικισμός Ρομά, και το γυμνάσιο στο οποίο βρεθήκαμε τυχαία το 2011, ο Αλέξανδρος να εφαρμόζει το Πιλοτικό Πρόγραμμα και εγώ να διδάσκω Γερμανικά στους ίδιους μαθητές της Γ΄ Τάξης. Το ξεχωριστό αυτό σχολείο δεν αποτελεί μόνο για μένα έναν κόσμο άγνωστο, αλλά και για τους Έλληνες συναδέλφους, μοναδικό πιθανόν σχολείο σε όλη την Ελλάδα που απαρτίζεται αποκλειστικά από μαθητές Μουσουλμάνους Ρομά. Με συγκινητικό και ειλικρινή λόγο ο Αλέξανδρος περιγράφει τους μαθητές μας, «το άδολο χαμόγελο, το φιλότιμο, το σεβασμό των μαθητών προς το δάσκαλο… την ίδια στιγμή που σου βγάζουν την ψυχή». Σκιαγραφεί με ιδιαίτερη λεπτότητα τα χαρακτηριστικά των παιδιών του Δροσερού: «Δεν τους λείπουν, ούτε οι δεξιότητες, ούτε οι γνώσεις, ούτε η ευφυΐα, αλλά κυρίως η πειθαρχία στις σκέψεις και στα συναισθήματά τους, ώστε να φέρουν σε πέρας με επιτυχία μια δραστηριότητα». Η τελική αξιολόγηση του Αλέξανδρου, ίσως δεν αφορά σε πρώτη γραμμή το παιδαγωγικό επίτευγμα του προγράμματος, αλλά μια προσωπική εμπειρία που την ονομάζει «εμπειρία του συλλογικού εγώ». «Το εμείς της τάξης και όχι το εγώ του δασκάλου», το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις κυρίαρχες αξίες της σύγχρονης κοινωνίας μας, την ατομικότητα και την ιδιωτικότητα. Συμπερασματικά, θα ήθελα να επικαλεστώ για μια ακόμη φορά τα λόγια του εκπαιδευτικού, τα οποία καταγράφει αναφερόμενος στη διδασκαλία της λογοτεχνικής ενότητας «Στάσεις ζωής στα ποιητικά κείμενα»:

«οι μαθητές του Δροσερού διαθέτουν έναν έντονο συναισθηματικό κόσμο, από κάποιες απόψεις πιο ανεπτυγμένο από άλλους συνομηλίκους..., ένιωσαν πτυχές της ποίησης ίσως και περισσότερο από ό,τι συμμαθητές τους σε άλλα σχολεία, και μη μειονοτικά...».

«Πάρε βαθιά ανάσα, πες φτου κι απ’ την αρχή, και πήγαινε μπροστά χωρίς να ρίχνεις κλεφτές ματιές πίσω σου». Αυτή, Αντώνη, είναι, αν θυμάσαι, η φράση που μου αφιέρωσες σε ένα βιβλίο που μου χαρίσατε με τη Σοφία τη χρονιά που ήμασταν μαζί στο Γυμνάσιο Σμίνθης.
Ένα σχολείο-πρόκληση για μας, και −όσο παράξενο και αν ακούγεται− μάλλον σε μεγαλύτερο βαθμό για σένα παρά για μένα από πλευράς μαθητών. «Κυρία, είσαι το ίδιο με μας», ήταν τα λόγια τους, όταν με είδαν πρώτη φορά. Δεν είχαν άδικο! Άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία, άλλη κουλτούρα από την ελληνική, αλλά το ίδιο χρώμα μαλλιών, το ίδιο χρώμα ματιών και τα ίδια σπαστά ελληνικά.
Ο Αντώνης Στεργίου εφαρμόζει την αφιέρωσή του και ξεκινάει δυο φορές το Πιλοτικό Πρόγραμμα, δύο αποφάσεις που πάρθηκαν μετά από αμφιβολίες, προβληματισμούς και αβεβαιότητες. Με μεγάλη ειλικρίνεια περιγράφει την περιπέτεια εφαρμογής του προγράμματος, δίνοντας ζωή στις νέες εκπαιδευτικές ορολογίες «ομαδοσυνεργατική μέθοδος», «σενάριο», «φάση πριν από την ανάγνωση», «κυρίως ανάγνωση», «φάση μετά την ανάγνωση». Μέσα σε κλίμα οικειότητας στη Β΄ τάξη, που καταφέρνει να το δημιουργήσει λόγω της ευαισθησίας και ειλικρίνειάς του, καταπιάνεται με την ενότητα «Η περιπέτεια της ενηλικίωσης». Η λογοτεχνία συνδυάζεται με το παιχνίδι, το βιβλίο από ιδέα μετατρέπεται σε πραγματικότητα, ακόμα και εάν κάποιοι συνάδελφοι ενοχλούνται από τη «δημιουργική αυτή φασαρία». Τη δεύτερη χρονιά εφαρμόζει την Πιλοτική σε διαφορετικό τμήμα, υποχρεωτικά με έξι ή επτά θεματικές ενότητες. Τελικά, συμμετέχει και τις τρεις χρονιές εφαρμογής του προγράμματος και καταφέρνει να το ολοκληρώσει με επιτυχία. Ο τελικός του απολογισμός: «Κάθε χρονιά κάτι πήρα, κάτι έδωσα. Και τώρα φεύγω με “βελτίωση”». Και βέβαια δεν εννοεί την ορολογία μετάθεσης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Ο επίλογος του βιβλίου ανήκει στη Βενετία Αποστολίδου, στην Ελένη Χοντολίδου και στον Χρήστο Δανιήλ, οι οποίοι σχολιάζουν τη συνύπαρξη εκπαιδευτικών και πανεπιστημιακών, τα διάφορα εμπόδια που ανέκυψαν στην υλοποίηση του προγράμματος, στις ανθρώπινες σχέσεις, στα φιλολογικά ζητήματα, στη διδασκαλία και, τελικώς, τα αποτελέσματα του όλου προγράμματος.
Εγώ θα ήθελα να κλείσω με τα λόγια του Αντώνη, ο οποίος μου μιλάει από την καρδιά και με ένα ρητό του Γερμανού λόγιου Wilhelm Humboldt.
«Το θέμα είναι να τολμήσεις να σπάσεις τα δεσμά των σπαστών ελληνικών. Όποιος το τολμά, βγαίνει κερδισμένος».
«Η αληθινή πατρίδα είναι η γλώσσα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου